- αρχαίος
- -α, -ο (AM ἀρχαῑος, -α, -ον)1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένοςνεοελλ.ως ουσ. Ι. οι αρχαίοιαυτοί που έζησαν την αρχαία εποχήII. τα αρχαία1. τα μνημεία της αρχαιότητας2. το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικώνμσν.ως ουσ. ἡ ἀρχαίηη αρχήαρχ.Ι. 1. ο απλοϊκός ή ο ανόητος2. ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε προηγουμένως3. ως ουσ. α) οἱ ἀρχαῑοιοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (Αριστοτ.) είτε οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)β) (για χρήματα) τὸ ἀρχαῑονη αρχική τιμήτὰ ἀρχαῑατο κεφάλαιοII. επίρρ. ἀρχαίως ή τὸ ἀρχαῑον1. σε αρχαίους χρόνους2. σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή «έναρξη». Η λ. αρχαίος, άγνωστη στον Όμηρο, απαντά κυρίως στην Ιωνική-Αττική με αρχική σημασία «ο πρωταρχικός», διακρίνεται δε από το παλαιός, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».ΠΑΡ. αρχαΐζω, αρχαϊκός, αρχαιότητα (-ότης).ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχαιολογία, αρχαιοπινής, αρχαιοπρεπής, αρχαιότροποςαρχ.αρχαιόγονος, αρχαιοειδής, αρχαιολογώμσν.- νεοελλ.αρχαιολόγος, αρχαιοπαράδοτος, αρχαιοφανήςνεοελλ.αρχαιογνωσία, αρχαιογνώστης, αρχαιοδίφης» αρχαιοθήκη, αρχαιοκάπηλος, αρχαιοκλόπος, αρχαιολατρεία, αρχαιολάτρης, αρχαιομάθεια, αρχαιομαθής, αρχαιομανής, αρχαιοπώλης, αρχαιοσυλλέκτης, αρχαιόσυλος, αρχαιόφιλος, αρχαιοφύλακας(β' συνθετικό) φιλάρχαιοςαρχ.πανάρχαιος, υπεραρχαίοςμσν.ισάρχαιοςνεοελλ.πανάρχαιος].
Dictionary of Greek. 2013.